- τσιρλώ
- βλ. τσιρλίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιρλώ — Ν τσιρλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιλώ, με ανάπτυξη ρ ] … Dictionary of Greek
τσίρλα — και τσέρλα, η, Ν υδαρές αποπάτημα, διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τσιρλώ] … Dictionary of Greek
τσιρλίζω — και τσερλίζω Ν 1. έχω διάρροια 2. βρομίζω με τσίρλες 3. μέσ. τσιρλίζομαι α) λερώνω τα ρούχα μου με τσίρλες β) μτφ. i) φοβάμαι υπερβολικά, τρομάζω ii) χαίρομαι υπερβολικά 4. παροιμ. «άβρακος βρακί δεν είχε, τό είδε και τσιρλίστηκε» λέγεται για… … Dictionary of Greek
τσιρλητό — το, Ν διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιρλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] … Dictionary of Greek
τσιρλιό — το, Ν διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιρλώ + κατάλ. ιό (πρβλ. φευγ ιό: φεύγω)] … Dictionary of Greek
τσιρλίζω — τσίρλισα, τσιρλίστηκα, τσιρλισμένος, και τσιρλώ 1. αποπατώ τσίρλα (βλ. λ.). 2. λερώνω με τσίρλα. 3. το μέσ., τσιρλίζομαι λερώνω το παντελόνι μου με τσίρλες. 4. αισθάνομαι υπερβολικό φόβο, τρομάζω. 5. δοκιμάζω υπερβολική χαρά: Άβρακος βρακί δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)